- ἀπέβλαστον
- ἀποβλαστάνωshoot forth fromaor ind act 3rd plἀποβλαστάνωshoot forth fromaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβλαστάνω — ἀποβλαστάνω (Α) βλαστάνω, γεννιέμαι («ἀπέβλαστον ματρὸς ὠδῑνος,») … Dictionary of Greek